- προὖπτον
- πρόοπτοςforeseenmasc/fem acc sg (attic)πρόοπτοςforeseenneut nom/voc/acc sg (attic)προὖπτοςforeseenmasc/fem acc sgπροὖπτοςforeseenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προῦπτον — πρόοπτος foreseen masc/fem acc sg πρόοπτος foreseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ … Dictionary of Greek